Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
ἄντην
ἄντηστις
ἀντί
ἀντιάνειραι
ἀντιάω
ἀντίβιος
View word page
ἀνσχήσεσθαι
contr. fut. infin. mid. ἀνέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνσχήσεσθαι
Headword (normalized):
ἀνσχήσεσθαι
Headword (normalized/stripped):
ανσχησεσθαι
IDX:
935
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.936
Key:
Data
{'content': '<p>contr. fut. infin. mid. ἀνέχω.</p>'}