Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φαίην
φαίνω
φαλαγγηδόν
φάλαγξ
φάλαρα
φαληριάω
φάλος
φαμέν
φάμεν
φάμενος
φάν
φάνη
φάντο
φάο
φάον
φάος
φαρέτρα
φάρμακον
φαρμάσσω
φᾶρος
φάρυξ
View word page
φάν

3 pl. impf. φημί.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάν
Headword (normalized):
φάν
Headword (normalized/stripped):
φαν
IDX:
9358
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9359
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. φημί.</p>'}