Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίην
φαίνω
φαλαγγηδόν
φάλαγξ
φάλαρα
φαληριάω
φάλος
φαμέν
φάμεν
φάμενος
φάν
φάνη
φάντο
φάο
φάον
φάος
φαρέτρα
φάρμακον
φαρμάσσω
View word page
φάμεν

1 pl. impf. φημί.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάμεν
Headword (normalized):
φάμεν
Headword (normalized/stripped):
φαμεν
IDX:
9356
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9357
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. impf. φημί.</p>'}