Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φαεινός
φαείνω
φαεσίμβροτος
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίην
φαίνω
φαλαγγηδόν
φάλαγξ
φάλαρα
φαληριάω
φάλος
φαμέν
φάμεν
φάμενος
φάν
φάνη
φάντο
φάο
φάον
φάος
View word page
φαληριάω

Nom. pl. neut. pres. pple. φαληριόωντα.

App., to be flecked with white : κύματα φαληριόωντα (i.e. flecked with foam) Il. 13.799.

ShortDef

to be patched with white

Debugging

Headword:
φαληριάω
Headword (normalized):
φαληριάω
Headword (normalized/stripped):
φαληριαω
IDX:
9353
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9354
Key:

Data

{'content': '<p>Nom. pl. neut. pres. pple. φαληριόωντα.</p> <p>App., to be flecked with white : κύματα φαληριόωντα (i.e. flecked with foam) Il. 13.799.</p>'}