Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὑψοῦ
ὕω
φαάνθη
φαάντατος
φάγον
φαέθω
φαεινός
φαείνω
φαεσίμβροτος
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίην
φαίνω
φαλαγγηδόν
φάλαγξ
φάλαρα
φαληριάω
φάλος
φαμέν
View word page
φαεσίμβροτος
-ον
[φαϝεσ-, φαϝ- as in φάον + (μ)βροτός.]
ShortDef
bringing light to mortals
Debugging
Headword:
φαεσίμβροτος
Headword (normalized):
φαεσίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
φαεσιμβροτος
IDX:
9345
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9346
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[φαϝεσ-, φαϝ- as in φάον + (μ)βροτός.]</p>'}