Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
ἄντην
ἄντηστις
ἀντί
ἀντιάνειραι
View word page
ἄνσχεο

contr. 2 sing. and imp. aor. mid. ἀνέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνσχεο
Headword (normalized):
ἄνσχεο
Headword (normalized/stripped):
ανσχεο
IDX:
933
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.934
Key:

Data

{'content': '<p>contr. 2 sing. and imp. aor. mid. ἀνέχω.</p>'}