Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπυλος
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὑψοῦ
ὕω
φαάνθη
φαάντατος
φάγον
φαέθω
φαεινός
φαείνω
φαεσίμβροτος
φαιδιμόεις
φαίδιμος
View word page
ὑψοῦ
[cf. ὕψι.]
ShortDef
aloft, on high
Debugging
Headword:
ὑψοῦ
Headword (normalized):
ὑψοῦ
Headword (normalized/stripped):
υψου
IDX:
9337
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9338
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. ὕψι.]</p>'}