Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπυλος
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὑψοῦ
ὕω
φαάνθη
φαάντατος
φάγον
φαέθω
View word page
ὑψίπυλος

-ον

[ὕψι + πύλη.]

ShortDef

with high gates

Debugging

Headword:
ὑψίπυλος
Headword (normalized):
ὑψίπυλος
Headword (normalized/stripped):
υψιπυλος
IDX:
9332
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9333
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ὕψι + πύλη.]</p>'}