Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπυλος
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὑψοῦ
ὕω
φαάνθη
φαάντατος
φάγον
View word page
ὑψιπέτης

[ὕψι + πέτομαι.]

High-flying, soaring.

Epithet of the eagle : αἰετός Il. 12.201=219, Il. 13.822 : Od. 20.243.

ShortDef

high-flying, soaring

Debugging

Headword:
ὑψιπέτης
Headword (normalized):
ὑψιπέτης
Headword (normalized/stripped):
υψιπετης
IDX:
9331
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9332
Key:

Data

{'content': '<p>[ὕψι + πέτομαι.]</p> <p>High-flying, soaring.</p> <p>Epithet of the eagle : αἰετός Il. 12.201=219, Il. 13.822 : Od. 20.243.</p>'}