Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
ἄντην
ἄντηστις
ἀντί
View word page
ἀνσχεθέειν
contr. aor. infin. ἀνέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνσχεθέειν
Headword (normalized):
ἀνσχεθέειν
Headword (normalized/stripped):
ανσχεθεειν
IDX:
932
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.933
Key:
Data
{'content': '<p>contr. aor. infin. ἀνέχω.</p>'}