Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπυλος
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὑψοῦ
View word page
ὑψίκερως
[ὕψι + κέρας.]
High-horned : ὑψίκερων ἔλαφον Od. 10.158.
ShortDef
high-horned
Debugging
Headword:
ὑψίκερως
Headword (normalized):
ὑψίκερως
Headword (normalized/stripped):
υψικερως
IDX:
9327
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9328
Key:
Data
{'content': '<p>[ὕψι + κέρας.]</p> <p>High-horned : ὑψίκερων ἔλαφον Od. 10.158.</p>'}