Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
View word page
ὑψηρεφής

[ὕψι + ἐρέφω. Cf. ὑψερεφής, ὑψόροφος.]

High-roofed, lofty : θαλάμοιο Il. 9.582.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψηρεφής
Headword (normalized):
ὑψηρεφής
Headword (normalized/stripped):
υψηρεφης
IDX:
9321
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9322
Key:

Data

{'content': '<p>[ὕψι + ἐρέφω. Cf. ὑψερεφής, ὑψόροφος.]</p> <p>High-roofed, lofty : θαλάμοιο Il. 9.582.</p>'}