Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψιπετήεις
View word page
ὑψερεφής

-ές

[ὕψι + ἐρέφω. Cf. ὑψηρεφής.]

ShortDef

high-roofed, high-vaulted

Debugging

Headword:
ὑψερεφής
Headword (normalized):
ὑψερεφής
Headword (normalized/stripped):
υψερεφης
IDX:
9319
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9320
Key:

Data

{'content': '<p>-ές</p> <p>[ὕψι + ἐρέφω. Cf. ὑψηρεφής.]</p>'}