Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
ἄντην
ἄντηστις
View word page
ἀνστρέψειαν
contr. 3 pl. aor. opt. ἀναστρέφω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνστρέψειαν
Headword (normalized):
ἀνστρέψειαν
Headword (normalized/stripped):
ανστρεψειαν
IDX:
931
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.932
Key:
Data
{'content': '<p>contr. 3 pl. aor. opt. ἀναστρέφω.</p>'}