Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑφαντός
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
ὑψίζυγος
ὑψικάρηνος
ὑψίκερως
View word page
ὑφόωσι

3 pl. pres. ὑφάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑφόωσι
Headword (normalized):
ὑφόωσι
Headword (normalized/stripped):
υφοωσι
IDX:
9317
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9318
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pres. ὑφάω.</p>'}