Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὕστατος
ὕστερος
ὑφαίνω
ὑφαντός
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιβρεμέτης
View word page
ὑφίημι

[ὑφ-, ὑπο- 4 + ἵημι1.]

Nom. pl. masc. aor. pple. ὑφέντες.

ShortDef

to let down

Debugging

Headword:
ὑφίημι
Headword (normalized):
ὑφίημι
Headword (normalized/stripped):
υφιημι
IDX:
9314
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9315
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑφ-, ὑπο- 4 + ἵημι1.]</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. ὑφέντες.</p>'}