Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑστάτιος
ὕστατος
ὕστερος
ὑφαίνω
ὑφαντός
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὕψι
View word page
ὑφηνίοχος

-ου, ὁ

[ὑφ-, ὑπο- 5 + ἡνίοχος. Acting as driver under the fighting man.]

= ἡνίοχος Il. 7.19.

ShortDef

the charioteer, as subordinate to the warrior

Debugging

Headword:
ὑφηνίοχος
Headword (normalized):
ὑφηνίοχος
Headword (normalized/stripped):
υφηνιοχος
IDX:
9313
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9314
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ὑφ-, ὑπο- 5 + ἡνίοχος. Acting as driver under the fighting man.]</p> <p>= ἡνίοχος Il. 7.19.</p>'}