Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑσμίνηνδε
ὑσμῖνι
ὑστάτιος
ὕστατος
ὕστερος
ὑφαίνω
ὑφαντός
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
ὑψερεφής
ὑψηλός
ὑψηρεφής
View word page
ὑφέντες
nom. pl. masc. aor. pple. ὑφίημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑφέντες
Headword (normalized):
ὑφέντες
Headword (normalized/stripped):
υφεντες
IDX:
9311
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9312
Key:
Data
{'content': '<p>nom. pl. masc. aor. pple. ὑφίημι.</p>'}