Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
ἄντην
View word page
ἀνστήτην
contr. 3 dual aor. ἀνίστημι B.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνστήτην
Headword (normalized):
ἀνστήτην
Headword (normalized/stripped):
ανστητην
IDX:
930
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.931
Key:
Data
{'content': '<p>contr. 3 dual aor. ἀνίστημι B.</p>'}