Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπωρόφιος
ὑπώρορε
ὑσμίνη
ὑσμίνηνδε
ὑσμῖνι
ὑστάτιος
ὕστατος
ὕστερος
ὑφαίνω
ὑφαντός
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφέλκω
ὑφέντες
ὑφήνας
ὑφηνίοχος
ὑφίημι
ὑφίστημι
ὑφορβός
ὑφόωσι
ὑψαγόρης
View word page
ὕφασμα
-ατος, τό
[ὑφαίνω.]
ShortDef
a woven robe, web
Debugging
Headword:
ὕφασμα
Headword (normalized):
ὕφασμα
Headword (normalized/stripped):
υφασμα
IDX:
9308
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9309
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[ὑφαίνω.]</p>'}