Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
ἀντάξιος
ἀντάω
ἀντέστη
View word page
ἀνστήσει
contr. 3 sing. fut. ἀνίστημι A.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνστήσει
Headword (normalized):
ἀνστήσει
Headword (normalized/stripped):
ανστησει
IDX:
929
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.930
Key:
Data
{'content': '<p>contr. 3 sing. fut. ἀνίστημι A.</p>'}