ὑπώπια
τά
[ὑπ-, ὑπο- 4 + ὦπα. Cf. ἐνώπια.]
App., the face : νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια (his face like . . .) Il. 12.463.
τά
[ὑπ-, ὑπο- 4 + ὦπα. Cf. ἐνώπια.]
App., the face : νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια (his face like . . .) Il. 12.463.