Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποτρομέω
ὑπότροπος
ὑπουράνιος
ὑποφαίνω
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφήτης
ὑποφθάνω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχωρέω
ὑπόψιος
ὕπτιος
ὑπώπια
ὑπώρεια
ὑπωρόφιος
ὑπώρορε
ὑσμίνη
ὑσμίνηνδε
ὑσμῖνι
ὑστάτιος
View word page
ὑποχωρέω

[ὑπο- 12.]

To retire or recoil in the face of danger : Ἀργεῖοι ὑπεχώρησαν Il. 7.107. Cf. Il. 13.476, Il. 22.96.

ShortDef

to go back, retire, recoil

Debugging

Headword:
ὑποχωρέω
Headword (normalized):
ὑποχωρέω
Headword (normalized/stripped):
υποχωρεω
IDX:
9293
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9294
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>To retire or recoil in the face of danger : Ἀργεῖοι ὑπεχώρησαν Il. 7.107. Cf. Il. 13.476, Il. 22.96.</p>'}