Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρομέω
ὑπότροπος
ὑπουράνιος
ὑποφαίνω
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφήτης
ὑποφθάνω
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχωρέω
ὑπόψιος
ὕπτιος
ὑπώπια
ὑπώρεια
ὑπωρόφιος
View word page
ὑποφεύγω
[ὑπο- 12.]
To flee before (a foe) : οὐ τὸν δύναται ὑποφεύγειν Il. 22.200.
ShortDef
to flee from under, shun
Debugging
Headword:
ὑποφεύγω
Headword (normalized):
ὑποφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υποφευγω
IDX:
9288
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9289
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>To flee before (a foe) : οὐ τὸν δύναται ὑποφεύγειν Il. 22.200.</p>'}