Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρομέω
ὑπότροπος
ὑπουράνιος
ὑποφαίνω
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
View word page
ὑποταρβέω

[ὑπο- 12.]

To feel fear or dread before the face of : τοὺς ὑποταρβήσαντες (struck with terror at their appearance) Il. 17.533.

ShortDef

to shrink before

Debugging

Headword:
ὑποταρβέω
Headword (normalized):
ὑποταρβέω
Headword (normalized/stripped):
υποταρβεω
IDX:
9278
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9279
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>To feel fear or dread before the face of : τοὺς ὑποταρβήσαντες (struck with terror at their appearance) Il. 17.533.</p>'}