Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρομέω
ὑπότροπος
ὑπουράνιος
ὑποφαίνω
ὑποφέρω
View word page
ὑποσχών
aor. pple. ὑπέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποσχών
Headword (normalized):
ὑποσχών
Headword (normalized/stripped):
υποσχων
IDX:
9277
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9278
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. ὑπέχω.</p>'}