Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπόρρηνος
ὑποσσείω
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑποτρομέω
ὑπότροπος
ὑπουράνιος
View word page
ὑπόσχεσις
ἡ
[ὑποσχ-, ὑπίσχομαι.]
ShortDef
an undertaking, engagement, promise
Debugging
Headword:
ὑπόσχεσις
Headword (normalized):
ὑπόσχεσις
Headword (normalized/stripped):
υποσχεσις
IDX:
9275
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9276
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ὑποσχ-, ὑπίσχομαι.]</p>'}