Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
ὑπόρνυμι
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑποσσείω
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
ὑποτρέχω
View word page
ὑποστορέννυμι

[ὑπο- 4.]

Aor. infin. ὑποστορέσαι.

ShortDef

to spread out, lay under (ὑποστόρνυμι)

Debugging

Headword:
ὑποστορέννυμι
Headword (normalized):
ὑποστορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποστορεννυμι
IDX:
9271
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9272
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 4.]</p> <p>Aor. infin. ὑποστορέσαι.</p>'}