Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποπερκάζω
Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
ὑπόρνυμι
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑποσσείω
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτίθημι
View word page
ὑποστήτω

3 sing. aor. imp. ὑφίστημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποστήτω
Headword (normalized):
ὑποστήτω
Headword (normalized/stripped):
υποστητω
IDX:
9270
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9271
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. imp. ὑφίστημι.</p>'}