Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
ἀνσχήσεσθαι
ἄντα
View word page
ἀνούτατος
[ἀ-1 οὐτάω.]
ShortDef
unwounded
Debugging
Headword:
ἀνούτατος
Headword (normalized):
ἀνούτατος
Headword (normalized/stripped):
ανουτατος
IDX:
926
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.927
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 οὐτάω.]</p>'}