Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
Ὑπονήϊος
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπερκάζω
Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
ὑπόρνυμι
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑποσσείω
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
ὑποσχέσθαι
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχόμενος
ὑποσχών
ὑποταρβέω
View word page
ὑποσταχύομαι
[ὑπο- 6 + στάχυς.]
ShortDef
to grow up
Debugging
Headword:
ὑποσταχύομαι
Headword (normalized):
ὑποσταχύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσταχυομαι
IDX:
9268
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9269
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑπο- 6 + στάχυς.]</p>'}