Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπομνήμυκε
ὑπομνήσουσα
Ὑπονήϊος
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπερκάζω
Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
ὑπόρνυμι
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
ὑποσσείω
ὑποστάς
ὑποσταχύομαι
ὑποστεναχίζω
ὑποστήτω
ὑποστορέννυμι
ὑποστρέφω
View word page
ὑποπτήσσω

[ὑπο- 4.]

Nom. pl. masc. pf. pple. ὑποπεπτηῶτες.

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
ὑποπτήσσω
Headword (normalized):
ὑποπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτησσω
IDX:
9262
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9263
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 4.]</p> <p>Nom. pl. masc. pf. pple. ὑποπεπτηῶτες.</p>'}