Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπομνήμυκε
ὑπομνήσουσα
Ὑπονήϊος
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπερκάζω
Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
ὑπόρνυμι
ὑπορρήγνυμι
ὑπόρρηνος
View word page
ὑπομνάομαι

[ὑπο- 12.]

2 pl. impf. ὑπεμνάασθε.

ShortDef

to court clandestinely

Debugging

Headword:
ὑπομνάομαι
Headword (normalized):
ὑπομνάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομναομαι
IDX:
9255
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9256
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>2 pl. impf. ὑπεμνάασθε.</p>'}