Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπομνήμυκε
ὑπομνήσουσα
Ὑπονήϊος
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπερκάζω
Ὑποπλάκιος
ὑποπτήσσω
View word page
ὑπολύω

[ὑπο- 3, ὑπο- 4.]

3 pl. aor. pass. ὑπέλυντο Il. 16.341.

ShortDef

to loosen beneath

Debugging

Headword:
ὑπολύω
Headword (normalized):
ὑπολύω
Headword (normalized/stripped):
υπολυω
IDX:
9252
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9253
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 3, ὑπο- 4.]</p> <p>3 pl. aor. pass. ὑπέλυντο Il. 16.341.</p>'}