Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπομνήμυκε
ὑπομνήσουσα
Ὑπονήϊος
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπερκάζω
View word page
ὑπολευκαίνω

[ὑπο- 12.]

In pass., to become white in consequence of something: αἱ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί (thereupon, thereat) Il. 5.502.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπολευκαίνω
Headword (normalized):
ὑπολευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπολευκαινω
IDX:
9250
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9251
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>In pass., to become white in consequence of something: αἱ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί (thereupon, thereat) Il. 5.502.</p>'}