Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνίσχω
ἀνιχνέυω
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
ἀνστρέψειαν
ἀνσχεθέειν
ἄνσχεο
ἀνσχετός
View word page
ἄνοστος

[ἀ-1 + νόστος.]

= ἀνόστιμος. Od. 24.528.

ShortDef

unreturning, without return

Debugging

Headword:
ἄνοστος
Headword (normalized):
ἄνοστος
Headword (normalized/stripped):
ανοστος
IDX:
924
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.925
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + νόστος.]</p> <p>= ἀνόστιμος. Od. 24.528.</p>'}