Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπομνήμυκε
ὑπομνήσουσα
Ὑπονήϊος
View word page
ὑποκύομαι

[ὑπο- 6 + κύω = κυέω.]

Aor. pple. fem. ὑποκυσαμένη Il. 7.26: Od. 11.254.

Pl. ὑποκυσάμεναι Od. 3.225.

To conceive under the act of the male, to conceive, become pregnant: ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε Il. 7.26. Cf. Od. 11.254.

Of mares Od. 3.225.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκύομαι
Headword (normalized):
ὑποκύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκυομαι
IDX:
9248
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9249
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 6 + κύω = κυέω.]</p> <p>Aor. pple. fem. ὑποκυσαμένη Il. 7.26: Od. 11.254.</p> <p>Pl. ὑποκυσάμεναι Od. 3.225.</p> <p>To conceive under the act of the male, to conceive, become pregnant: ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε Il. 7.26. Cf. Od. 11.254.</p> <p>Of mares Od. 3.225.</p>'}