Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποδύνω
ὑπείκω
ὑποζεύγνυμι
ὑποθερμαίνω
ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
View word page
ὑποκλοπέομαι

[ὑπόκλοπος fr. ὑποκλέπτω fr. ὑπο- 4 + κλέπτω.]

ShortDef

to lurk in secret places

Debugging

Headword:
ὑποκλοπέομαι
Headword (normalized):
ὑποκλοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκλοπεομαι
IDX:
9244
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9245
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπόκλοπος fr. ὑποκλέπτω fr. ὑπο- 4 + κλέπτω.]</p>'}