Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποδρηστήρ
ὑποδύνω
ὑπείκω
ὑποζεύγνυμι
ὑποθερμαίνω
ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
ὑπομένω
View word page
ὑποκλονέω

[ὑπο- 12.]

In pass., to be driven in confusion before a foe.

With dat.: εἰ ἂν τούτους ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Ἀχιλῆϊ Il. 21.556.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκλονέω
Headword (normalized):
ὑποκλονέω
Headword (normalized/stripped):
υποκλονεω
IDX:
9243
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9244
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 12.]</p> <p>In pass., to be driven in confusion before a foe.</p> <p>With dat.: εἰ ἂν τούτους ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Ἀχιλῆϊ Il. 21.556.</p>'}