Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑποδύνω
ὑπείκω
ὑποζεύγνυμι
ὑποθερμαίνω
ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑπολείπω
ὑπολευκαίνω
ὑπολίζων
ὑπολύω
View word page
ὑποκλίνομαι

[ὑπο- 4.]

3 sing. aor. pass. ὑπεκλίνθη.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκλίνομαι
Headword (normalized):
ὑποκλίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκλινομαι
IDX:
9242
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9243
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 4.]</p> <p>3 sing. aor. pass. ὑπεκλίνθη.</p>'}