Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑποδείδω
ὑποδεξίη
ὑποδέχομαι
ὑποδήματα
ὑποδμώς
ὑπόδρα
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑποδύνω
ὑπείκω
ὑποζεύγνυμι
ὑποθερμαίνω
ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
ὑποθήσομαι
ὑποθωρήσσω
ὑποκλίνομαι
ὑποκλονέω
ὑποκλοπέομαι
ὑποκρίνομαι
ὑποκρύπτω
View word page
ὑποζεύγνυμι

[ὑπο- 4.]

Aor. subj. ὑποζεύξω.

ShortDef

to yoke under, put under the yoke

Debugging

Headword:
ὑποζεύγνυμι
Headword (normalized):
ὑποζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
υποζευγνυμι
IDX:
9236
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9237
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπο- 4.]</p> <p>Aor. subj. ὑποζεύξω.</p>'}