Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
ὑπόβρυχα
ὑποδάμνημι
ὑποδέγμενος
ὑποδείδω
ὑποδεξίη
ὑποδέχομαι
ὑποδήματα
ὑποδμώς
ὑπόδρα
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑποδύνω
ὑπείκω
ὑποζεύγνυμι
ὑποθερμαίνω
ὑποθέσθαι
ὑποθημοσύνη
View word page
ὑποδήματα

τά

[ὑπο- 4 + δέω.]

Sandals: ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα Od. 15.369. Cf. Od. 18.361.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδήματα
Headword (normalized):
ὑποδήματα
Headword (normalized/stripped):
υποδηματα
IDX:
9229
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9230
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[ὑπο- 4 + δέω.]</p> <p>Sandals: ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα Od. 15.369. Cf. Od. 18.361.</p>'}