Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
ὑπόβρυχα
ὑποδάμνημι
ὑποδέγμενος
ὑποδείδω
ὑποδεξίη
ὑποδέχομαι
ὑποδήματα
ὑποδμώς
ὑπόδρα
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑποδύνω
ὑπείκω
View word page
ὑποδέγμενος

pf. pple. ὑποδέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέγμενος
Headword (normalized):
ὑποδέγμενος
Headword (normalized/stripped):
υποδεγμενος
IDX:
9225
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9226
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. ὑποδέχομαι.</p>'}