Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
ὑπόβρυχα
ὑποδάμνημι
ὑποδέγμενος
ὑποδείδω
ὑποδεξίη
ὑποδέχομαι
ὑποδήματα
ὑποδμώς
ὑπόδρα
View word page
ὑποβάλλω

ὑββάλλω

[ὑπο- 8.]

ShortDef

to throw, put

Debugging

Headword:
ὑποβάλλω
Headword (normalized):
ὑποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
υποβαλλω
IDX:
9221
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9222
Key:

Data

{'content': '<p>ὑββάλλω</p> <p>[ὑπο- 8.]</p>'}