Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
ὑπόβρυχα
ὑποδάμνημι
ὑποδέγμενος
ὑποδείδω
ὑποδεξίη
ὑποδέχομαι
View word page
ὕπνος

-ου, ὁ.

ShortDef

sleep, slumber

Debugging

Headword:
ὕπνος
Headword (normalized):
ὕπνος
Headword (normalized/stripped):
υπνος
IDX:
9218
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9219
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}