Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
ὑπόβρυχα
ὑποδάμνημι
ὑποδέγμενος
View word page
ὑπήριπε
3 sing. aor. ὑπερείπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπήριπε
Headword (normalized):
ὑπήριπε
Headword (normalized/stripped):
υπηριπε
IDX:
9215
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9216
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑπερείπω.</p>'}