Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
ὑποβάλλω
ὑποβλήδην
View word page
ὑπήνεικαν
3 pl. aor. ὑποφέρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπήνεικαν
Headword (normalized):
ὑπήνεικαν
Headword (normalized/stripped):
υπηνεικαν
IDX:
9212
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9213
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ὑποφέρω.</p>'}