Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
ὕπνος
ὑπνάω
ὑπό
View word page
ὑπήλθετε

2 pl. aor. ὑπέρχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπήλθετε
Headword (normalized):
ὑπήλθετε
Headword (normalized/stripped):
υπηλθετε
IDX:
9210
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9211
Key:

Data

{'content': '<p>2 pl. aor. ὑπέρχομαι.</p>'}