Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνιηρός
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνίστημι
ἀνίσχω
ἀνιχνέυω
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
ἀνστήτην
View word page
ἄνοος
-ον
[ἀ-1 + νόος.]
ShortDef
without understanding, foolish, silly
Debugging
Headword:
ἄνοος
Headword (normalized):
ἄνοος
Headword (normalized/stripped):
ανοος
IDX:
920
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.921
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + νόος.]</p>'}