Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
ὑπῆσαν
ὑπισχνέομαι
View word page
ὑπέφηνε
3 sing. aor. ὑποφαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέφηνε
Headword (normalized):
ὑπέφηνε
Headword (normalized/stripped):
υπεφηνε
IDX:
9207
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9208
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑποφαίνω.</p>'}